„Πειραιάς“: αρσενικό Πειραιάς [pireˈas]αρσενικό | Maskulinum, männlich m, Πειραιεύς [pireˈefs] <-ώς>αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Piräus Piräusαρσενικό | Maskulinum, männlich m Πειραιάς Πειραιάς