„πεινασμένος“: επίθετο, ως επίθετο πεινασμένος [pinazˈmenos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, πεινασμένη, πεινασμένο Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) hungrig hungrig πεινασμένος πεινασμένος „πεινασμένος“: αρσενικό και θηλυκό πεινασμένος [pinazˈmenos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Verhungernde Verhungernde(r)αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f πεινασμένος πεινασμένος