πείθω
[ˈpiθo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- überzeugen (για von)πείθωπείθω
- überredenπείθω καταφέρνω με λόγιαπείθω καταφέρνω με λόγια
Thank you for your feedback!