„παχύς“ παχύς [paˈçis], παχιά, παχύεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) dick, fett dick παχύς κ. άτομο παχύς κ. άτομο fett παχύς λιπαρός παχύς λιπαρός