„παχύδερμος“: αρσενικό παχύδερμος [paˈçiðermos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Dickhäuter Dickhäuterαρσενικό | Maskulinum, männlich m παχύδερμος παχύδερμος