„παφλάζω“: αμετάβατο ρήμα παφλάζω [paˈflazo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) plätschern plätschern παφλάζω κύματα παφλάζω κύματα