„πατρογονικός“ πατρογονικός [patroɣoniˈkos], πατρογονική, πατρογονικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) überliefert überliefert πατρογονικός πατρογονικός