„Πασχαλιά“: θηλυκό Πασχαλιά [pasxaˈʎa]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Osterzeit, Flieder Osterzeitθηλυκό | Femininum, weiblich f Πασχαλιά Πασχαλιά Fliederαρσενικό | Maskulinum, männlich m Πασχαλιά βοτανική | Botanikβοτ Πασχαλιά βοτανική | Botanikβοτ