„παρηγοριά“: θηλυκό παρηγοριά [pariɣoˈrja]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Trost Trostαρσενικό | Maskulinum, männlich m παρηγοριά παρηγοριά