παρεμβάλλω
[paremˈvalo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- zwischenschaltenπαρεμβάλλω ηλεκτρολογία | Elektrizität, Elektrotechnikηλεκτρπαρεμβάλλω ηλεκτρολογία | Elektrizität, Elektrotechnikηλεκτρ