παρεκκλίνω
[pareˈklino]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/iOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- abweichen (από von)παρεκκλίνω από την πορεία, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφπαρεκκλίνω από την πορεία, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ