παραστρατίζω
[parastraˈtizo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i οικείο | umgangssprachlichοικ μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- verlotternπαραστρατίζωπαραστρατίζω