παραστατικός
[parastatiˈkos], παραστατική, παραστατικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- ausdrucksvoll, lebhaft, naturgetreuπαραστατικός περιγραφή, διήγησηπαραστατικός περιγραφή, διήγηση