„παραπόταμος“: αρσενικό παραπόταμος [paraˈpotamos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Nebenfluss Nebenflussαρσενικό | Maskulinum, männlich m παραπόταμος παραπόταμος