παραπατώ
[parapaˈto]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-άς>μεταφορικά | in übertragenem SinnμτφOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- fehltretenπαραπατώπαραπατώ
- torkelnπαραπατώ τρικλίζωπαραπατώ τρικλίζω