„παραξενεμένος“ παραξενεμένος [parakseneˈmenos], παραξενεμένη, παραξενεμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) verwundert verwundert παραξενεμένος παραξενεμένος