„παρανυχίδα“: θηλυκό παρανυχίδα [paraniˈçiða]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Nagelhaut Nagelhautθηλυκό | Femininum, weiblich f παρανυχίδα παρανυχίδα