„παραμονεύω“: μεταβατικό ρήμα παραμονεύω [paramoˈnevo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) auflauern auflauern (κάποιον jemandem) παραμονεύω παραμονεύω „παραμονεύω“: αμετάβατο ρήμα παραμονεύω [paramoˈnevo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) lauern lauern (κάποιον auf jemanden) παραμονεύω παραμονεύω