παραμελημένος
[parameliˈmenos], παραμελημένη, παραμελημένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- vernachlässigtπαραμελημένοςπαραμελημένος
Thank you for your feedback!