παρακούω
[paraˈkuo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-ούς>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- sich verhörenπαρακούω ακούω λανθασμέναπαρακούω ακούω λανθασμένα
παρακούω
[paraˈkuo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ούς>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- nicht gehorchenπαρακούω δεν υπακούωπαρακούω δεν υπακούω