„παρακουράζομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα παρακουράζομαι [parakuˈrazome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich überanstrengen sich überanstrengen παρακουράζομαι παρακουράζομαι