„παραθυρόφυλλο“: ουδέτερο παραθυρόφυλλο [paraθiˈrofilo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Fensterladen Fensterladenαρσενικό | Maskulinum, männlich m παραθυρόφυλλο παραθυρόφυλλο