παραδοχή
[paraðoˈçi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Annahmeθηλυκό | Femininum, weiblich fπαραδοχή αποδοχήπαραδοχή αποδοχή
- Akzeptanzθηλυκό | Femininum, weiblich fπαραδοχή γενική, δημόσιαπαραδοχή γενική, δημόσια
- Eingeständnisουδέτερο | Neutrum, sächlich nπαραδοχή λάθουςEinräumungθηλυκό | Femininum, weiblich fπαραδοχή λάθουςπαραδοχή λάθους
examples
- παραδοχή ενοχήςSchuldbekenntnisουδέτερο | Neutrum, sächlich nSchuldgeständnisουδέτερο | Neutrum, sächlich n