„παρίσταμαι“: μεσοπαθητικό ρήμα παρίσταμαι [paˈristame]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) anwesend sein anwesend sein παρίσταμαι παρίσταμαι