„παρένθεση“: θηλυκό παρένθεση [paˈrenθesi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Klammer Klammerθηλυκό | Femininum, weiblich f παρένθεση τυπογραφία | Buchdruck, Typografieτυπογρ παρένθεση τυπογραφία | Buchdruck, Typografieτυπογρ