παράλογος
[paˈraloɣos], παράλογη, παράλογοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- παράλογος
- unvernünftig, sinnlosπαράλογος απερίσκεπτοςπαράλογος απερίσκεπτος
Thank you for your feedback!