παπούτσι
[paˈputsi]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Schuhαρσενικό | Maskulinum, männlich mπαπούτσιπαπούτσι
examples
-
- παπούτσι με κορδόνιαSchnürschuhαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- παπούτσιαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl γυμναστικήςTurnschuheπληθυντικός | Plural pl
hide examplesshow examples