παπαδοπαίδι
[papaðoˈpeði]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Messdienerαρσενικό | Maskulinum, männlich mπαπαδοπαίδι θρησκεία | ReligionθρησκMinistrantαρσενικό | Maskulinum, männlich mπαπαδοπαίδι θρησκεία | Religionθρησκπαπαδοπαίδι θρησκεία | Religionθρησκ