„πανώλης“: θηλυκό πανώλης [paˈnolis]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Pest Pestθηλυκό | Femininum, weiblich f πανώλης ιατρική | Medizinιατρ πανώλης ιατρική | Medizinιατρ