„πανόραμα“: ουδέτερο πανόραμα [paˈnorama]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Panorama, Rundblick Panoramaουδέτερο | Neutrum, sächlich n πανόραμα Rundblickαρσενικό | Maskulinum, männlich m πανόραμα πανόραμα