„παντοδύναμος“ παντοδύναμος [pandoˈðinamos], παντοδύναμη, παντοδύναμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) allmächtig allmächtig παντοδύναμος παντοδύναμος