„παμφάγα“: πληθυντικός ουδετέρου παμφάγα [pamˈfaɣa]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Allesfresser Allesfresserπληθυντικός | Plural pl παμφάγα παμφάγα