„παλιοβιβλίο“: ουδέτερο παλιοβιβλίο [paʎoviˈvlio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schwarte (alte) Schwarteθηλυκό | Femininum, weiblich f παλιοβιβλίο παλιοβιβλίο