παλίρροια
[paˈliria]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Gezeitenπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplπαλίρροιαπαλίρροια
examples
- παλίρροια συζυγίαςSpringflutθηλυκό | Femininum, weiblich f