„παιδί“: ουδέτερο παιδί [peˈði]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Kind, Leute Kindουδέτερο | Neutrum, sächlich n παιδί παιδί Leuteπληθυντικός | Plural pl παιδί πληθυντικός | Pluralpl οικείο | umgangssprachlichοικ παιδί πληθυντικός | Pluralpl οικείο | umgangssprachlichοικ examples από παιδί von klein an από παιδί παιδιά, τι κάνετε; wie geht’s euch, Leute? παιδιά, τι κάνετε; κάνω/περιμένω παιδί ein Kind bekommen/erwarten κάνω/περιμένω παιδί παιδί ιδρύματος Heimkindουδέτερο | Neutrum, sächlich n παιδί ιδρύματος παιδί στρατιώτης Kindersoldatαρσενικό | Maskulinum, männlich m παιδί στρατιώτης παιδί του σωλήνα Retortenbabyουδέτερο | Neutrum, sächlich n παιδί του σωλήνα παιδί των λουλουδιών Blumenkindουδέτερο | Neutrum, sächlich n παιδί των λουλουδιών παιδί χωρισμένων γονιών Scheidungskindουδέτερο | Neutrum, sächlich n παιδί χωρισμένων γονιών hide examplesshow examples