„παθολογικός“ παθολογικός [paθolojiˈkos], παθολογική, παθολογικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) krankhaft, pathologisch krankhaft, pathologisch παθολογικός παθολογικός