„παζάρεμα“: ουδέτερο παζάρεμα [paˈzarema]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Feilschen Feilschenουδέτερο | Neutrum, sächlich n παζάρεμα παζάρεμα