„παγοποιείο“: ουδέτερο παγοποιείο [paɣopiˈio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Eisfabrik Eisfabrikθηλυκό | Femininum, weiblich f παγοποιείο παγοποιείο