„Πήγασος“: αρσενικό Πήγασος [ˈpiɣasos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Pegasus Pegasusαρσενικό | Maskulinum, männlich m Πήγασος μυθολογία | Mythologieμυθ Πήγασος μυθολογία | Mythologieμυθ