πάχυνση
[ˈpaçinsi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Dickwerdenουδέτερο | Neutrum, sächlich nπάχυνσηπάχυνση
- Mästenουδέτερο | Neutrum, sächlich nπάχυνση τάισμα ζώωνπάχυνση τάισμα ζώων