„πάσχω“: αμετάβατο ρήμα πάσχω [ˈpasxo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) leiden leiden (από an+δοτική | +Dativ +dat) πάσχω πάσχω