„πάμπτωχος“ πάμπτωχος [ˈpamptoxos], πάμπτωχη, πάμπτωχοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj οικείο | umgangssprachlichοικ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) bettelarm bettelarm πάμπτωχος πάμπτωχος