„πάλλομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα πάλλομαι [ˈpalome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp <ohneαόριστος | Aorist aor> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) vibrieren vibrieren πάλλομαι φωνή πάλλομαι φωνή