πάλη
[ˈpali]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Ringkampfαρσενικό | Maskulinum, männlich mπάλη αθλητισμός | Sportαθλπάλη αθλητισμός | Sportαθλ
- Kampfαρσενικό | Maskulinum, männlich mπάλη αγώνας μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφπάλη αγώνας μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
examples
- πάλη των τάξεωνKlassenkampfαρσενικό | Maskulinum, männlich m