„οχυρώνομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα οχυρώνομαι [oçiˈronome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich verschanzen sich verschanzen οχυρώνομαι οχυρώνομαι