ουδέτερος
[uˈðeteros]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, ουδέτερη, ουδέτεροOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- neutralουδέτεροςουδέτερος
- sächlichουδέτερος γραμματική | Grammatikγραμμουδέτερος γραμματική | Grammatikγραμμ
examples
- ουδέτερη ζώνηθηλυκό | Femininum, weiblich fNiemandslandουδέτερο | Neutrum, sächlich n