ορφανός
[orfaˈnos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Waiseθηλυκό | Femininum, weiblich fορφανόςWaisenkindουδέτερο | Neutrum, sächlich nορφανόςορφανός