„ορμητικότητα“: θηλυκό ορμητικότητα [ormitiˈkotita]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Heftigkeit Heftigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f ορμητικότητα ορμητικότητα