ορθολογιστικός
[orθolojistiˈkos], ορθολογιστική, ορθολογιστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- rationalistischορθολογιστικόςορθολογιστικός
Thank you for your feedback!