„ορεκτικό“: ουδέτερο ορεκτικό [orektiˈko]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Vorspeise Vorspeiseθηλυκό | Femininum, weiblich f ορεκτικό ορεκτικό